λιμόζη

λιμόζη
(Limosa). Γένος πτηνών της οικογένειας των σκολοπακιδών, της τάξης των χαραδριομόρφων. Τυπικός εκπρόσωπος του γένους είναι το είδος Limosa limosa, το οποίο έχει συνολικό μήκος περίπου 50 εκ., ενώ τα 9 εκ. ανήκουν στο ράμφος. Τα μακριά πόδια του απολήγουν σε τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω. Από τα τρία μπροστινά, το μέσο και το εξωτερικό είναι συνενωμένα με καλά ανεπτυγμένη μεμβράνη, ενώ μεταξύ του μέσου και του εσωτερικού δαχτύλου η μεμβράνη είναι πολύ περιορισμένη. Η λ. ζει κυρίως κοντά στους βάλτους και στα λιμνάζοντα ύδατα και τρέφεται με μικρά ζώα που αναζητεί με το ισχυρό ράμφος της στη λάσπη –γι’ αυτό ονομάζεται και ιλυόβιος– και ανάμεσα στα φυτά. Φτιάχνει τη φωλιά της στις βόρειες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας και διαχειμάζει στην Αφρική και στη νότια Ασία. Η λιμόζη, χαραδριόμορφο πουλί της οικογένειας των σκολοπακιδών, ζει κυρίως κοντά στους βάλτους και σε λιμνάζοντα νερά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λιμόζα — και λιμόζη, η ζωολ. γένος πτηνών τής οικογένειας scolopacidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. limosa < νεολατ. limosa < λατ. limosa, θηλ. τού limosus «τελματώδης» (< limus «τέλμα» + κατάλ. osus)] …   Dictionary of Greek

  • Σιλουέτ, Ετιέν ντε- — (Silhouette). Γάλλος πολιτικός (Λιμόζη 1709 Μπρι συρ Μαρν 1767). Χάρη στην υποστήριξη της Πομπαντούρ έγινε υπουργός Οικονομικών το 1759. Οι αντίπαλοι του έδωσαν το όνομά του στις γελοιογραφίες της εποχής που τον παρουσίαζαν με διάφορες μορφές,… …   Dictionary of Greek

  • Σιρέ, Ιωάννης - Βαπτιστής — (Sirey). Γάλλος νομομαθής και συγγραφέας (Σαρλά 1762 Λιμόζη 1845). Με την έναρξη της Γαλλικής Επανάστασης προσχώρησε σ’ αυτήν και στη συνέχεια έγινε μέλος του Ανώτατου Επαναστατικού Δικαστήριου. Έγραψε το σπουδαίο έργο Συλλογή νόμων και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”