- λιμόζη
- (Limosa). Γένος πτηνών της οικογένειας των σκολοπακιδών, της τάξης των χαραδριομόρφων. Τυπικός εκπρόσωπος του γένους είναι το είδος Limosa limosa, το οποίο έχει συνολικό μήκος περίπου 50 εκ., ενώ τα 9 εκ. ανήκουν στο ράμφος. Τα μακριά πόδια του απολήγουν σε τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω. Από τα τρία μπροστινά, το μέσο και το εξωτερικό είναι συνενωμένα με καλά ανεπτυγμένη μεμβράνη, ενώ μεταξύ του μέσου και του εσωτερικού δαχτύλου η μεμβράνη είναι πολύ περιορισμένη. Η λ. ζει κυρίως κοντά στους βάλτους και στα λιμνάζοντα ύδατα και τρέφεται με μικρά ζώα που αναζητεί με το ισχυρό ράμφος της στη λάσπη –γι’ αυτό ονομάζεται και ιλυόβιος– και ανάμεσα στα φυτά. Φτιάχνει τη φωλιά της στις βόρειες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας και διαχειμάζει στην Αφρική και στη νότια Ασία.
Η λιμόζη, χαραδριόμορφο πουλί της οικογένειας των σκολοπακιδών, ζει κυρίως κοντά στους βάλτους και σε λιμνάζοντα νερά.
Dictionary of Greek. 2013.